Ήταν ένα "συνηθισμένο" βράδυ. Καθόμασταν η μια αντίκρυ στην άλλη και συζητούσαμε, "περί ανέμων και υδάτων". Είχαμε μιλήσει πολλές φορές για πολλά θέματα, αλλά εκείνο το βράδυ ήταν διαφορετικό.
Με μια αφορμή άρχισε να μου μιλάει για την παιδική της ηλικία, για τον πόλεμο του '40, αλλά όχι με τον συνηθισμένο τρόπο, όχι γεγονότα που ήξερα ή είχαμε ξαναπεί. Αυτή τη φορά ήταν το παιδάκι, η ζωή του, τα αδέλφια του, το σπίτι του, κάποιες συγκεκριμένες ΜΕΡΕΣ πραγματικές, μέσα από τα μάτια του.
Καθώς μιλούσε, οι εικόνες σχηματίζονταν στο μυαλό μου, αποκτούσαν υπόσταση, κίνηση, συναίσθημα. Βρέθηκα εκεί και ζούσα μαζί της τη ζωή της. Ρωτούσα με κάθε ευκαιρία περισσότερα, διακόπτοντας την περιγραφή της, για να συμπληρώσω τις εικόνες μου, να καταλάβω το συναίσθημα, τον τρόπο σκέψης.
Ξέχασα τον εαυτό μου, το περιβάλλον μας, τη ζωή μου, τη συγγενική σχέση μας. Ήταν πρωταγωνίστρια εκείνη κι εγώ παρατηρητής και ταυτόχρονα η ίδια παρούσα, στον συγκεκριμένο σταθμό της ζωής της, της παιδικής της ηλικίας που τώρα δεν έμοιαζε πολύ μακριά. Έτσι βρέθηκα σε μια άλλη εποχή, τώρα, να ζω μια φρίκη, μια σκληρή πραγματικότητα που δεν θα έπρεπε (ή δεν θα ήθελα) να ζουν παιδιά....αλλά ακόμα ζουν.
Έμαθα πάρα πολλά εκείνο το βράδυ, κατάλαβα ακόμα περισσότερα. Συνδέθηκαν
ακόμα περισσότερα στο παζλ της και δικής μου ζωής, της κοινής μας ζωής
αλλά και της κοινωνίας, της ανθρωπότητας. Έμαθα πολύ περισσότερα απ΄τα
ψυχρά σχολικά βιβλία που ποτέ δεν με άγγιξαν πραγματικά τότε που τα
διάβαζα.
Κι όμως, κρατάμε τους μεγάλους ανθρώπους απομονωμένους, περιθωριοποιημένους, γιατί δεν εκτιμάμε τι έχουν να μάς προσφέρουν, τον πλούτο της εμπειρίας τους. Δεν συνδέουμε το χρόνο, δεν καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας.
Κρατάμε τα παιδιά μακριά από την εξιστόρηση, την πραγματική ζωή, βγάλαμε τους γηραιότερους από τη μάθηση, θέλουμε μόνο "ειδικούς", λες κι αυτοί δεν είναι. Δεν έχουν ιδέα τα παιδιά ποιοι είναι, τι είναι ο κόσμος, από πού προέρχονται, ποιο είναι το παρελθόν τους. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι μόνο για να εξυπηρετούν τα εγωικά μας συμφέροντα.
Χρόνια μετά συνάντησα μια ακόμα σπουδαία κυρία, με άνοια. "Δε βγάζεις νόημα" ήταν η συμβουλή, αλλά ήθελα να τη γνωρίσω. Έβγαλα την ταμπέλα και κάθισα κοντά της. Τεράστια η πρόκληση να μπω στο μυαλό της, στη ζωή της, στο συναίσθημά της. Δυσκολεύτηκα, έψαχνα όμως, ρωτούσα. Μπερδευόταν, ξεχνούσε, με ξαναρωτούσε, αλλά κουβεντιάσαμε. Το ζαρωμένο χέρι της άπλωσε να πιάσει το δικό μου. Το χαμόγελό της μού επιβεβαίωνε πως κατάλαβε πως ενδιαφερόμουν.
Ξεχάσαμε τις αισθήσεις μας...δεν είμαι σίγουρη τι αλήθεια μαθαίνουμε στα παιδιά, που φοβούνται να πλησιάσουν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες. "Να ξεχνάς τον εαυτό σου"...πόσο σωτήριο και δημιουργικό!
Όμως ακόμα φτιάχνουμε πολέμους, συσπειρωνόμαστε με τους ομοίους μας, απομακρύνουμε τα παιδιά από την πραγματική ζωή και ό,τι θεωρούμε αρνητικό "μην τα πληγώσουμε". Τα κλείνουμε σε γυάλες προφύλαξης από την αλήθεια, από τον κόσμο τους, γεμίζοντας το χρόνο τους με προγραμματισμένες δραστηριότητες για να ικανοποιούμε την αξία μας και κλείνουμε την τρίτη ηλικία σε ιδρύματα, αποκόπτοντας τους εαυτούς μας από κομμάτια μας.
Και δεν διαφέρει καθόλου....όπως ακούς έναν μεγάλο άνθρωπο, έτσι ακριβώς ακούς ένα παιδί. Με καρδιά!
No comments:
Post a Comment